- παλαιογεωγραφικός
- -ή, -ό [παλαιογεωγραφία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιογεωγραφία2. φρ. «παλαιογεωγραφικός χάρτης» — χαρτογραφική αναπαράσταση τών θέσεων τών ηπείρων και τών θαλασσών σε παλαιότερες γεωλογικές εποχές.
Dictionary of Greek. 2013.